top of page

Έχω «απαυδήσει» ή έχω «απηυδήσει»;



έχω απαυδήσει ή έχω απηυδήσει

Το ρήμα «απαυδώ» κατάγεται από τα αρχαία ελληνικά και είναι σύνθετο (από + αυδώ). Στις μέρες μας έχει κυρίως τη σημασία «εξαντλούμαι, παύω να υπομένω».

Το ρήμα χρησιμοποιείται κυρίως στον αόριστο και παίρνει χρονική αύξηση σχηματίζοντας τον τύπο απηύδησα, που είναι και ο πιο συνηθισμένος στα νέα ελληνικά.

Ο παρακείμενος δε λαμβάνει χρονική αύξηση, γι' αυτό και σχηματίζει τον τύπο έχω απαυδήσει.

Ας σημειωθεί επίσης ότι το ρήμα σχηματίζει παθητική μετοχή συνήθως με τον τύπο απηυδισμένος (αν και δεν πρόκειται για ρήμα σε -ίζω) κατ' αναλογίαν προς τις μετοχές ρημάτων σε -ίζω.




Πηγές:

 


Comments


bottom of page