Ο πλόυτος της ελληνικής γλώσσας είναι τέτοιος που δεν θα μπορούσε να μην έχει τις σωστές λέξεις για την περιγραφή των συγγενειών στο θεσμό της οικογένειας. Κάθε λέξη έχει τη δική της ιστορία και προέλευση.
Αδελφός
Αρχαία λέξη (ιων. αδελφέος, επικ. αδελφειός).
Ετυμολογία: «α» αθροιστικό + δελφύς, -ύος = μήτρα.
Επομένως ετυμολογικά αδελφός είναι αυτός που προέρχεται από την ίδια μήτρα, ο ομομήτριος - σε αντίθεση με τις λέξεις φράτης/φράτωρ και κασίγνητος (< κάσις + γενέσθαι), που αρχικά δήλωναν τον ομοπάτριο αδελφό.
Ανιψιός και ανεψιός/ ανιψιά και ανεψιά
Ο γιος ή η κόρη του αδερφού ή της αδερφής κάποιου.
Ετυμολογείται από τη μεσαιωνική λέξη «ανιψιός» , η οποία αποτελεί εξέλιξη της αρχαίας (ήδη ομηρικής) λέξης ανεψιός = πρώτος εξάδελφος ή εν γένει εξάδελφος.
Το ανίψι προέρχεται από το μεσαιωνικό ανίψιν, υποκοριστικό του ανιψιός.
Κουνιάδος
Θηλ. κουνιάδα· υποκοριστικό κουνιαδάκι.
Κουνιάδος είναι ο αδελφός του συζύγου ή της συζύγου κάποιου.
Η λέξη είναι μεσαιωνική, ξενικής καταγωγής: βενετ. cognado < ιταλ. cognato.
Μπαντζανάκης
Θηλ. μπαντζανάκισσα· πληθ. οι μπαντζανάκηδες και τα μπαντζανάκια.
Μπαντζανάκης είναι ο σύζυγος δυο αδελφών. Προέρχεται από την τούρκικη λέξη bacanak.
Συννυφάδα
Καθεμιά από τις συζύγους δύο αδελφών.
Προέρχεται από το ελληνιστικό σύννυμφος ( < σύν+νύμφη), που έγινε σύννυφφος (με αφομοίωση), στη συνέχεια σύννυφος (με απλοποίηση) και κατά το κουνιάδα, κατέληξε συννυφάδα.
Πηγές:
Λεξικό Liddell-Scott
Comments