top of page

Ένοπλες δυνάμεις και ελληνική γλώσσα



Δίοπος, Πλωτάρχης, Ταξίαρχος ένοπλες δυνάμες ετυμολογία

Οι βαθμοί και τα αξιώματα των ενόπλων δυνάμεων έχουν τη δική τους γλωσσική προέλευση.

Δίοπος

Ο κατώτατος βαθμός υπαξιωματικού του πολεμικού ναυτικού.

Λέξη λόγιας προέλευσης.

Διόπος στην αρχαία ελληνική ( < διέπω = επιστατώ, διοικώ) ονομάζονταν ο «δίδων διαταγάς», ο διοικητής και αργότερα ο επιστάτης του πλοίου, ο ανώτατος φορτωτής φορτηγού πλοίου, ο «επιβλέπων την φόρτωσιν».

Κελευστής

Υπαξιωματικός του πολεμικού ναυτικού και του λιμενικού σώματος, αντίστοιχος με το λοχία τοτ στρατού ξηράς.

Λέξη της αρχαίας ελληνικής (από το ρήμα κελεύω = διατάζω, δίνω εντολές, παρακινώ, παροτρύνω), με διαφορετική όμως σημασία: «ο δίδων το κέλευσμα», δηλ. το πρόσταγμα, το παράγγελμα στους κωπηλάτες τριήρους, με το οποίο τηρούνταν ο ρυθμός της κωπηλασίας.



Πλωτάρχης

Ανώτερος αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού και του λιμενικού σώματος, αντίστοιχος με τον ταγματάρχη του στρατού ξηράς.

Λόγια λέξη, από το ελληνιστικό ουσ. πλωτάρχης (=οδηγός, κυβερνήτης πλοίου < πλωτός + αρχής < άρχω = διοικώ, εξουσιάζω).

Ταξίαρχος

Ανώτατος αξιωματικός του στρατού ξηράς, της αεροπορίας και της αστυνομίας.

Λέξη λόγιας προέλευσης.

Ταξίαρχος (<τάξις + άρχω) στην αρχαία ελληνική ονομαζόταν ο διοικητής στρατιωτικού σώματος. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους ταξίαρχος ονομαζόταν ο διοικητής της λεγεώνας.


bottom of page