top of page

Ελληνική αργκό στα καλύτερά της


Η γλώσσα των νεων
Ελληνικά Αργκό - Σλάνγκ

Η γλώσσα αργκό είναι ένας κώδικας επικοινωνίας, γεμάτος ιδιώματα. Τα λεξικά συγκλίνουν στην γαλλική καταγωγή της λέξης αργκό και στην αρχική της σημασία ώς τεχνητής-κωδικής γλώσσας των κακοποιών, καθώς και στην εν συνεχεία μεταφορική της χρήση για την ορολογία επαγγελματιών και την ιδιόλεκτο κλειστών κοινωνικών ομάδων. Μερικά χαρακτηριστικά ιδιώματα τέτοιου είδους είναι η γλώσσα των νέων, τα κουτσαβάκικα (η μάγκικη λαϊκή γλώσσα), η γλώσσα των τοξικομανών, τα καλιαρντά (γλώσσα των ομοφυλοφίλων), η γλώσσα των πολιτικών, των μοτοσικλετιστών (μηχανόβιων), των στρατιωτικών, του ιπποδρόμου κ.ο.κ.


Η κάθε τέτοια «γλώσσα μέσα στη γλώσσα», αντικατοπτρίζει τις ιδιαιτερότητες της ομάδας που τη χρησιμοποιεί. Χαρακτηριστικό των συνθηματικών κωδίκων, ιδιολέκτων κλπ. είναι ότι εξελίσσονται με την πάροδο του χρόνου όπως συμβαίνει με την κάθε γλώσσα. Οι ποικίλες μομφές εναντίον των αργκό μάλλον είναι περιττές, αφού αυτές χρησιμοποιούνται μόνο μεταξύ των μελών της κάθε ομάδας και όχι στις γενικότερες κοινωνικές τους επαφές. Άλλωστε και η ίδια η καθομιλουμένη ή κοινή είναι πλήρης στοιχείων από διάφορες αργκό: «δεν προβλέπεται», «ψάρι» από τη στρατιωτική αργκό, «λυπητερή» από τη λαϊκή, «τζιτζί» από τη γλώσσα των μοτοσικλετιστών, «τεκνό» από τη γλώσσα των ομοφυλοφίλων, «κολλητός» από τη γλώσσα των νέων, «τη βρίσκω» από τη γλώσσα των τοξικομανών, «κόκκινη κάρτα» από την ποδοσφαιρική ορολογία κ.α.

Το «λεξικό» της αργκό, έχει την δυνατότητα να μπορεί να «τρέφεται» από την επικαιρότητα, ή τις διάφορες καταστάσεις και να εμπλουτίζεται συνεχώς με νέες λέξεις. Οι ακόλουθες λέξεις και οι ερμηνείες τους αποτελούν ένα ενδεικτικό τμήμα από την «ανθολογία» της αργκό γλώσσας.


Αβυζαλέο – Ντεκολτέ, που παρόλο το ελπιδοφόρο βάθος του, αποκαλύπτει ένα σχεδόν επίπεδο στήθος. Το επίθετο απαντά μόνο στο ουδέτερο γένος και σχεδόν αποκλειστικά στη φράση «αβυζαλέο ντεκολτέ»

Αγαμήτου και Απάρτου γωνία – Σε αυτές τις «οδούς» υποτίθεται ότι μένει κάποιος που έχει ανύπαρκτη ερωτική ζωή

Αγκαλίτσας – Άνδρας ο οποίος συνοδεύει γυναίκες που του αρέσουν αλλά δεν κάνει σεξ μαζί τους και περιορίζεται στο μπαλαμούτι, συνήθως γιατί δεν του κάθονται

Ανθισμένος αρχιδόκαμπος – Όρος που προέρχεται σημασιολογικά από γνωστό μήνυμα κινητού τηλεφώνου και σημαίνει τον χώρο στον οποίο υπάρχει πλειάδα ανδρών έτοιμων για όλα.

Αντικούκου – Ουσία που υποτίθεται ότι έμπαινε στο φαγητό του στρατού για να καταστείλει τη στύση ή την ερωτική επιθυμία στους φαντάρους. Πρόκειται για μύθο, μιας και η καταστολή της στύσης που παρατηρείται στο στρατό οφείλεται κατά κύριο λόγο σε ψυχολογικά αίτια.

Αστραχάν – Παρατσούκλι για το αργό άλογο, που δεν έχει καμιά ελπίδα να κερδίσει. Χρησιμοποιείται και από τους οδηγούς αυτοκινήτων όταν πρόκειται για αργό και δυσκίνητο ή παλαιό αμάξι.


Βραχοβυζίδα – Στήθος, σκληρό σαν βράχος (από το «βραχονησίδα»)


Γαμώ το ταμτιριρί – Απειλητική φρασεολογία η οποία χρησιμοποιείται όταν έχει κανείς περιέλθει σε μια απίστευτη κατάσταση θυμού. Το ταμτιριρί μπορεί να συμβολίζει το πιο αδύναμο στοιχείο ενός ατόμου, κυρίως αυτού στο οποίο επιτιθέμεθα. Δηλαδή, το ταμτιριρί μπορεί να είναι η γυναίκα του αχώνευτου γείτονα, η μάνα του άδικου διαιτητή, το σπίτι του σπαγγοραμένου αφεντικού μας κ.ο.κ.

Γκασμάς – Ο πανίβλακας, ο αργόστροφος. Περιπαικτικά, ο Λέσβιος, ο Μυτιληνιός. Λέγεται ότι το παρωνύμιο προήλθε από κάποιο αεροδρόμιο που θέλησαν κάποτε να δημιουργήσουν στη Λέσβο και οι κάτοικοι προσήλθαν αυθόρμητα να συνδράμουν στο έργο κρατώντας όλοι μόνο γκασμάδες και όχι και κάποιο άλλο εργαλείο (π.χ. φτυάρι).



Κάγκουρας – Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται απο τα ίδια τα καγκουρό. Πώς γίνεται αυτό: Σύμφωνα με μια θεωρία, εκείνοι που παρακολουθούν μια κόντρα αυτοκινήτων – στιγματίζοντας έτσι τον εαυτό τους γιατί δεν συμμετέχουν – από το κρύο αναγκάζονται να βάλουν τα χέρια στις τσέπες, παίρνοντας μια σκυφτή στάση. Πάλλονται για να ζεσταθούν θυμίζοντας έτσι τα καγκουρό. Ο όρος προεκτάθηκε και απο τους θεατές – κάγκουρες πέρασε στους ίδιους τους οδηγούς – κάγκουρες που ποζάρουν με το αυτοκίνητό τους και προσπαθούν να «πουλήσουν μούρη». Ο όρος πήρε και μια άλλη προέκταση για όποιον γενικά προσπαθεί να δείξει κάτι και θέλει να τραβήξει την προσοχή του κοινού είτε αφορά την οδήγηση, τη μόδα, το στυλ, τη συμπεριφορά κλπ…

Κωλοφεράντζα – Τροπικό επίρρημα που συντάσσεται με ρήματα κίνησης (πάω, φέρνω κλπ.) και υποδηλώνει τη συντριπτική υπεροχή δια της βίας έναντι του άλλου.


Ναφάν γκατέ – Παραλλαγή του αφάν γκατέ. Χαρακτηρίζει την τοπική κοσμική ιντελιγκέντσια, γνωστούς και ως μαϊντανούς, που συνωστίζονται σε όλα τα πάρτυ και τις κοσμικές εκδηλώσεις κυρίως εξαιτίας του δωρεάν μπουφέ.


Πανεπιστήμιο του Μίκυ Μάους – Παρακμιακό εκπαιδευτικό ίδρυμα (κατά προτίμηση αγγλικό), όπου καταλήγουν αποκλειστικά Έλληνες μπουμπούνες, από το οποίο αποφοιτώντας αποκτούν και ύφος καρδιναλίου.

Παντόφλα – 1) Το λέμε για αντικείμενα μεγάλου μεγέθους. Π.χ το παλιό κινητό που είναι μεγάλο κι αντιαισθητικό σε σχέση με τη σημερινή μόδα. 2) Για παντρεμένους ή γενικότερα έχοντες έτερον ήμισυ: το κράξιμο ή και η χειροδικία που μπορεί να προκληθεί από την ελεύθερη εκδήλωση θαυμασμού ή ενδιαφέροντος για άλλη γυναίκα.



Σούμπιτος – Λέξη που χρησιμοποιείται μόνο σαν επιρρηματικό κατηγορούμενο (έφυγε σούμπιτος) ή σαν κατηγορούμενο του αντικειμένου (τον έστειλα σούμπιτο). Σημαίνει γενικά ότι κάποιος φεύγει πολύ γρήγορα, απότομα, ξαφνικά, κατευθείαν. Από το ιταλικό subito = αμέσως.

Σπαρίλα – Η απόλυτη ανία, βαρεμάρα, έλλειψη κινήτρου και όρεξης για οποιαδήποτε κίνηση ή μετακίνηση. Πιθανώς προέρχεται από τον σπάρο, κατά τα λεγόμενα, το πιο βαρεμένο ψάρι της θάλασσας.


Υπόκωφη η δονούσα – Είδος πορδής, γνωστής και ως «μουλωχτή». Συνήθως βρωμάει απίστευτα και προκαλεί δόνηση στο κάθισμα του ιδιοκτήτη της. Κανείς δεν ξέρει ποιος την αμόλησε, σε αντίθεση με την δυνατή κλανιά που σε κάνει ρεζίλι αλλά δεν βρωμάει, οπότε τζάμπα σε κράζουν.

bottom of page