top of page

Διαφορά σημασίας: "εγκύπτει"-"ενσκήπτει".



εγκύπτει ή ενσκήπτει

Εγκύπτω (+σε) σημαίνει: σκύβω και εξετάζω κάτι με προσοχή, προσηλώνω το ενδιαφέρον μου σε κάτι.

Π.χ. Η κυβέρνηση οφείλει να εγκύψει άμεσα και με σοβαρότητα στο πρόβλημα της ανεργίας.

Ενσκήπτω σημαίνει: εμφανίζομαι και πλήττω αφναιδιστικά και ορμητικά . Χρησιμοποιείται κυρίως για δυσμενή φαινόμενα.

Π.χ. Θυελλώδεις άνεμοι ενέσκηψαν στη ευρύτερη περιοχή της Κρήτης.

bottom of page