top of page

Φτηνά και ακριβά υφάσματα, αλλά πάντα πλούσιες λέξεις


Θυμάμαι, όταν ήμουνα μικρός, λάτρευα να αγγίζω και να περιεργάζομαι υφάσματα.

Με έπαιρνε μαζί της η γιαγιά μου όποτε έβγαινε να ψωνίσει (όχι για παρέα αλλά γιατί δεν είχε πού να με αφήσει) και εγώ τρελλαινόμουν να πιάνω τα υφάσματα. Βλέπετε, η γιαγιά μου, έραβε στα νιάτα της και της είχε μείνει η συνήθεια, όποτε έβγαινε για ψώνια να επισκέπτεται (εντελώς τυχαία) μαγαζιά που πουλούσαν υφάσματα με το μέτρο. Δεν ψώνιζε ποτέ, απλά κοίταζε και σπάνια ακουμπούσε. Λέω πουλούσαν, γιατί έχουν απομείνει ελάχιστα πλέον να μας θυμίζουν μια παλιά, ρομαντικότερη Αθήνα.


Παραδοσιακό κατάστημα υφασμάτων επί της οδού Κολοκοτρώνη.

Μεγάλωσα όμως και αγάπησα και τις λέξεις, με αποτέλεσμα να ψάξω την ετυμολογία του κάθε αγαπημένου μου υφάσματος, με την ελπίδα να θυμηθώ τα παιδικά συναισθήματα από εκείνες τις βόλτες που με έκαναν να αισθάνομαι μοναδικός.

Τσίτι (τσίτια)

Είδος λεπτού βαμβακερού υφάσματος με απλή ύφανση.

Χρησιμοποιούμε τη λέξη για να υπογραμμίσουμε τη φτηνή ποιότητα του υφάσματος.

Ετυμολογείται από το τουρκ. ηit (λέξη περσικής προέλευσης)

Τσόχα

Είδος χοντρού μάλλινου υφάσματος με πυκνή ύφανση και κοντό πέλος.

Όψιμη μεσαιωνική λέξη. Ετυμολογείται από το τουρκ. ηuha.

Κατά τον Α. Παπαδόπουλο η λέξη είναι σλάβικη.

Η λέξη επίσης χρησιμοποιείται για να δηλώσει το ειδικό τραπεζομάντηλο, που χρησιμοποιείται για παιχνίδια με την τράπουλα.


Λίκρα

Γυαλιστερό συνθετικό ελαστικό ύφασμα, που χρησιμοποιείται σε εφαρμοστά φορέματα.

Η λέξη είναι αγγλική και προέρχεται από την εμπορική ονομασία Lycra.

Σατέν

Ύφασμα από φυσικό, τεχνητό ή συνθετικό μετάξι, του οποίου η μία όψη είναι λεία και γυαλιστερή και η άλλη θαμπή.

Η λέξη είναι γαλλική (satin), που ετυμολογείται από το αραβικό atlas zaytuni, δηλαδή ατλάζι από την πόλη Zaytun, αραβική ονομασία της μεσαιωνικής κινέζικης πόλης Tsiatung, στην οποία παραγόταν το συγκεκριμένο ύφασμα.

Κασμίρι

Λεπτό μάλλινο ύφασμα πολυτελείας, με χαρακτηριστική στιλπνή επιφάνεια και διαγώνια ύφανση.

Η λέξη αποτελεί μεταφορά στην ελληνική του γαλλικού cachemir και του αγγλικού cashmere, που ετυμολογούνται από το τοπωνύμιο Kashmir, περιοχή της Ινδίας γνωστή για την περίφημη αίγα της με το γνωστό μαλακό τρίχωμα από το οποίο παράγεται το ύφασμα.

 


bottom of page